μελανωτής

μελανωτής
ο
ο εργάτης που τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με μελάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν και γαλλοελληνικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”